- πρόσωπο
- Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα μαλακά μόρια περιλαμβάνουν μερικούς μασητήρες μυες, που αποτελούν το δάπεδο του στόματος και τη γλώσσα· στα επιφανειακά στρώματα βρίσκονται οι μιμικοί μυες, η σύσπαση των οποίων καθορίζει τη μιμική του προσώπου. Στο εσωτερικό των οστών του προσώπου υπάρχουν μερικοί κοίλοι σχηματισμοί· το ιγμόρειον άντρον ή γναθαίος κόλπος, που βρίσκεται μέσα στο σώμα της άνω γνάθου, και οι ρινικές κοιλότητες, τα τοιχώματα των οποίων σχηματίζονται από τις άνω γνάθους, τα υπερώια και κατά ένα μέρος από το ηθμοειδές· αυτές οι δύο κοιλότητες χωρίζονται από την ύνι και από τον χόνδρο του ρινικού διαφράγματος. Η κοιλότητα του στόματος περιλαμβάνεται μεταξύ της κάτω γνάθου, που είναι το μοναδικό οστό, του προσώπου το οποίο διαθέτει κινητικότητα, και των λοιπών οστών του προσώπου.
Στην ιατρική ονομάζεται προσωπείο η ειδική όψη που παίρνει η ομώνυμη περιοχή σε μερικές παθήσεις· σε αυτές τις περιπτώσεις μιλάμε για αδενοειδές προσωπείο, για μυασθενικό προσωπείο, για τετανικό προσωπείο κλπ.
* * *το / πρόσωπον ΝΜΑ, πληθ. πρόσωπα και προσώπατα ΝΑ1. το εμπρόσθιο μέρος τού κεφαλιού τού ανθρώπου και σπαν. τών ζώων, η μορφή, το μούτρο (α. «έλαμπε το πρόσωπό του από χαρά» β. «τὸ πρόσωπόν σου νίψαι», ΚΔ)2. το πρόσθιο μέρος κάθε πράγματος, η πρόσοψη (α. «το πρόσωπο τού σπιτιού» β. «κατὰ πρόσωπον τής νεώς», Αχιλλ. Τάτ.)3. η επιφάνεια, ιδίως τής γης («πᾱν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῑν ἐπὶ πᾱν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς», ΚΔ)4. ήρωας λογοτεχνικού, ιδίως θεατρικού, έργου και ο ρόλος του5. ο άνθρωπος ως άτομο άσχετα με το φύλο και σε αντιδιαστολή προς το ζώο και το πράγμα (α. «γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα» β. «εἰ προσδέξεταί σε, εἰ λήψεται πρόσωπόν σου», ΠΔ)6. η αφηρημένη ιδιότητα να είναι κανείς υποκείμενο γενικά έννομων σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (α. «νομικό πρόσωπο» — καθετί που μπορεί να έχει δικαιώματα και υποχρεώσειςβ. «φυσικό πρόσωπο» — ο άνθρωπος)7. γραμμ. γραμματική κατηγορία που δηλώνει τη θέση τού ομιλητή και τού ακροατή κατά την επικοινωνιακή πράξη: α' πρόσωπο που δηλώνει τον ομιλητή, β' πρόσωπο, που δηλώνει τον ακροατή, γ' πρόσωπο, το πρόσωπο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος8. θεολ. οι τρεις αιώνιοι τρόποι τής ύπαρξης τού θεού καθ' εαυτόν και τής αποκάλυψής του στον κόσμο9. παροιμ. φρ. «ἐν ἱδρῶτι τοῡ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου» — με τον προσωπικό σου μόχθο να κερδίζεις τα προς το ζην (ΠΔ)νεοελλ.1. ο ρόλος που διαδραματίζει κάποιος σε μία περίσταση2. φρ. α) «χάθηκε από το πρόσωπο τής γης» — εξαφανίστηκεβ) «κατά πρόσωπο» — απευθείας, ενώπιον κάποιουγ) «δεν έχω πρόσωπο να βγω στον κόσμο» — ντρέπομαι, δεν τολμώ από ντροπήδ) «δεν είδε Θεού πρόσωπο» — όλα τού έρχονται ανάποδα, τίποτε δεν κατόρθωσε να πετύχειε) «με τί πρόσωπο θα τόν αντικρύσω» λέγεται σε περιπτώσεις μεγάλης ντροπής3. παροιμ. α) «το πρόσωπο είναι σπαθί» — εάν κάποιος ζητήσει κάτι αυτοπροσώπως υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να τό πετύχειβ) «κάλλιο κόκκινο πρόσωπο παρά μαύρη καρδιά» — είναι προτιμότερο να στενοχωρηθεί κανείς αρνούμενος χάρη που τού ζητήθηκε, παρά να μετανοήσει αργότερααρχ.1. η φυσιογνωμία κάποιου2. αστρολ. δεκανός* ο οποίος θεωρείται ως κατοικία κάποιου πλανήτη3. το προσωπείο, η προσωπίδα («ὅς ἐν πομπαῑς ἄνευ τοῡ προσώπου κωμάζει», Δημοσθ.)4. προτομή ή προσωπογραφία κάποιου5. τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα («ποιήσασθαι μετάβασιν ἐπὶ τὸ τῆς Ἑλλάδος ὄνομα καὶ πρόσωπον», Πολ.)6. φρ. α) «πρόσωπον πόλεως» — το χαρακτηριστικό τής πόληςβ) «oἱ ἄρτοι τοῡ προσώπου» — οι άρτοι τής προθέσεωςγ) «πρόσωπον Κυρίου» ή «πρόσωπον Θεού» ή «πρόσωπον οὐρανοῡ» — ο Θεόςδ) «κατά πρόσωπον» — απέναντιε) ποιῶ τινος τὸ πρόσωπον» — εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω κάποιονστ) «πίπτω ἐπὶ πρόσωπον» — πέφτω στα γόναταζ) «τοσόνδ' ἔχεις τόλμης πρόσωπον» — τόσο θρασύς και αναιδής είσαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. πρός ὦπα (< ὤψ, ὠπός «όψη, οφθαλμός», πρβλ. μέτωπον, εἰσῶπα, ἐνῶπα) με σημ. «το μέρος τού κεφαλιού που βρίσκεται μπροστά, στην πλευρά τών ματιών» (πρβλ. γοτθ. and-augi, αγγλοσαξ. and - wlita, γερμ. Αntlitz «όψη, πρόσωπο» < γοτθ. wlitz «όψη»). Η λ. πρόσ-ωπον (πρβλ. προσ-όψομαι, μελλ. τού προσ-ορώ συνδέεται με το αρχ. ινδ. pratīka- «όψη» (< prati = προτί, τ. τού προς + μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας *okw- «βλέπω», βλ. λ. ὄπωπα). Η ονομ. και δοτ. πληθ. προσώπατα και προσώπασι έχουν σχηματιστεί προς διευθέτηση μετρικών αναγκών, κατά τα οὔατα / οὔασι (βλ. λ. οὖς). Η λ. πρόσωπο(ν) με αρχική σημ. «το μπροστινό μέρος τού κεφαλιού τού ανθρώπου, η μορφή, η όψη» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και τον άνθρωπο γενικά ως άτομο, ως υποκείμενο, ως χαρακτήρα, σε αντιδιαστολή προς το ζώο και το πράγμα (πρβλ. προσωπικότητα).ΠΑΡ. προσωπείο(ν), προσωπίς (-ίδα)αρχ.προσωπεύομαι, προσωπιάς, προσωπίδιον, προσώπιον, προσωποῦτταμσν.-νεοελλ. προσωπικόςνεοελλ.προσωπάκι.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) προσωπολήπτηςαρχ.προσωποποιόςμσν.προσωποειδής, προσωπολεξίανεοελλ.προσωπαλγία, προσωπάρχης, προσωπογραφία, προσωποδέρνω, προσωποκρατώ, προσωπολάτρης, προσωπολογία, προσωπομετρία, προσωποπαγής. (Β' συνθετικό) αμφιπρόσωπος, αντιπρόσωπος, απρόσωπος, αυτοπρόσωπος, γυναικοπρόσωπος, διπρόσωπος, ερυθροπρόσωπος, ετεροπρόσωπος, ευπρόσωπος, κακοπρόσωπος, μακροπρόσωπος, μικροπρόσωπος, μονοπρόσωπος, πλατυπρόσωπος, πολυπρόσωπος, στενοπρόσωπος, στρογγυλοπρόσωπος, τερατοπρόσωπος, τριπρόσωπος, χαλκοπρόσωποςαρχ.αιγοπρόσωπος, αιλουροπρόσωπος, αισχροπρόσωπος, ανδροπρόσωπος, βουπρόσωπος, δυσπρόσωπος, εμπρόσωπος, επιπρόσωπος, ηδυπρόσωπος, θηλυπρόσωπος, ιδιοπρόσωπος, ιπποπρόσωπος, καλλιπρόσωπος, καλοπρόσωπος, καραβοπρόσωπος, κριοπρόσωπος, κυνοπρόσωπος, λεοντοπρόσωπος, μουσοπρόσωπος, ξενοπρόσωπος, ομοιοπρόσωπος, ονοπρόσωπος, ορνιθοπρόσωπος, ουλοπρόσωπος, οφιοπρόσωπος, παμπρόσωπος, σκληροπρόσωπος, ταυροπρόσωπος, τραγοπρόσωπος, χρυσοπρόσωποςνεοελλ.αβροπρόσωπος, αγγελοπρόσωπος, αγριοπρόσωπος, αδροπρόσωπος, ασκημοπρόσωπος, ασπροπρόσωπος, αχνοπρόσωπος, διπλοπρόσωπος, εκπρόσωπος, κοκκινοπρόσωπος, κρινοπρόσωπος, λευκοπρόσωπος, μαλακοπρόσωπος, μαυροπρόσωπος, μεγαλοπρόσωπος, ξανθοπρόσωπος, ολιγοπρόσωπος, ομορφοπρόσωπος, ταυτοπρόσωπος, τριτοπρόσωπος, φεγγαροπρόσωπος, φιλοπρόσωπος, χαριτοπρόσωπος, ωραιοπρόσωπος, ωχροπρόσωπος].
Dictionary of Greek. 2013.